σίφωνα

σίφωνα
σί̱φωνα , σίφων
tube
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυροσώματα — Χιτωνόζωα που αποτελούν τάξη της ομοταξίας των θαλειοειδών. Οι πλαγκτονικοί αυτοί οργανισμοί έχουν μέσο μήκος 5 χιλιοστά και αποτελούν αποικίες σωληνοειδούς σχήματος· ο σωλήνας είναι διαφανής, κλειστός από τη μια άκρη και έχει γενικά μήκος που… …   Dictionary of Greek

  • σιφωνίζω — ΝΑ [σίφων, ωνος] αντλώ υγρό με σίφωνα («σιφωνίζομαι τὸν οἶνον», Αριστοφ.) νεοελλ. μεταγγίζω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο χρησιμοποιώντας σίφωνα …   Dictionary of Greek

  • σιφωνοφόρος — α, ο / σιφωνοφόρος, ον, ΝΜ νεοελλ. 1. (για ζώο) αυτός που έχει σίφωνα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιφωνοφόρα ζωολ. τάξη διάφανων ώς διαφώτιστων θαλάσσιων πλαγκτονικών αποικιακών υδροζώων, τού φύλου κνιδόζωα, που έχουν ωραιότατες ιριδίζουσες… …   Dictionary of Greek

  • AVENARUM calamis pastum hauriendi mos — apud gentes quasdam ultimi Orientis, memoratur Solino c. 30. Aliis concreta ora sunt, modicô tantum foramine calamis avenarum pastus hauriunt. Ubi potum reponit Salmasius, ex Mela: Alii labris etiam cohaerentibus, nisi quod sub naribus etiam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αμπουλλάρια — η Ζωολ. γένος και ομώνυμη οικογένεια (Ampullariidae) Προσωβράγχιων Γαστερόποδων Μαλακίων, με θολωτό όστρακο, κεράτινο επίπωμα, μακρύ σίφωνα και μεγάλες κεραίες. Το όστρακο στα είδη τού γένους Αμπουλλάρια έχει διάμετρο μέχρι 10 εκατοστά. Ζεί στις… …   Dictionary of Greek

  • εκσιφωνίζω — ἐκσιφωνίζω (Α) 1. εκκενώνω με σίφωνα, εξαντλώ 2. διασκορπίζω …   Dictionary of Greek

  • νέπα — Ετερόπτερα έντομα της οικογένειας των Νεπιδών. Ένα είδος διαδεδομένο στην Ευρώπη είναι η ν. η τεφρόχρους (nepa cinerea) που έχει μήκος περίπου 18 χιλιοστά, με σώμα ωοειδές, πολύ πεπλατυσμένο· ζει στα λιμνάζοντα νερά, αναπνέοντας με ένα λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα …   Dictionary of Greek

  • σίφωνας — Σωλήνας ή αγωγός κυρτός, σε σχήμα περίπου U, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από το ένα δοχείο στο άλλο, όταν το δεύτερο είναι τοποθετημένο κάτω από τη στάθμη του υγρού που περιέχεται στο πρώτο. Η λειτουργία του στηρίζεται στη συνοχή… …   Dictionary of Greek

  • σιφωνογαμία — η, Ν βοτ. γονιμοποίηση με τη μεσολάβηση ενός σίφωνα, ενός γυρεοσωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siphonogamy < σίφωνας + γάμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”